χειροήθης

χειροήθης
-όηθες, Α
1. (για ζώο) συνηθισμένος στα χέρια κάποιου, εκείνος τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να μεταχειριστεί, ήμερος (α. «πολλὰ τῶν ἀγρίων ζῴων δαμαζόμενα γίνονται χειροήθη», Διόδ. Σικ.
β. «ἐκ πάντων δὲ ἕνα ἑκάτεροι τρέφουσι κροκόδειλον, δεδιδαγμένον εἶναι χειροήθεα», Ηρόδ.)
2. συνηθισμένος σε κάτι, εξοικειωμένος με κάτι (α. «ἀνθρώποις χειροήθεις ἐγχέλεις», Πλούτ.
β. «θηρία χειροήθη τοῑς πονοις», Πλούτ.)
3. (για πρόσ.) αυτός τον οποίο κατευθύνει ή πείθει κανείς εύκολα (α. «ἤδη μοι χείροήθης ἦν ἡ γυνή», Ξεν.
β. «τιθασεύουσι χειροήθεις ἑαυτοῑς ποιοῡντες», Δημοσθ.)
4. πολιτισμένος («τὰ μὲν πλησίον τοῡ Τανάϊδος ἀγριώτερα, τὰ δὲ συνάπτοντα τῷ Βοσπόρῳ χειροήθη μᾱλλον», Στράβ.)
5. ανεκτικός σε κάτι («χειροήθης ὕβρει», Λουκιαν.)
6. (για πράγμ.) ανεκτός, υποφερτός («τῇ διανοίᾳ χειροήθη διὰ τῆς ὄψεως», Πλούτ.)
7. αυτός που αρμόζει, ταιριαστός, κατάλληλος («τὰ ὅπλα τοῑς σώμασι ἐγίνετο χειροήθη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. κακο-ήθης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειροήθης — accustomed to the hand masc/fem acc pl (attic epic doric) χειροήθης accustomed to the hand masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) χειροήθης accustomed to the hand masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροηθέστερον — χειροήθης accustomed to the hand adverbial comp χειροήθης accustomed to the hand masc acc comp sg χειροήθης accustomed to the hand neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροήθει — χειροήθης accustomed to the hand masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χειροήθης accustomed to the hand masc/fem/neut dat sg χειροήθεϊ , χειροήθης accustomed to the hand dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροήθη — χειροήθης accustomed to the hand neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χειροήθης accustomed to the hand masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χειροήθης accustomed to the hand masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροηθεστάτων — χειροήθης accustomed to the hand fem gen superl pl χειροήθης accustomed to the hand masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροηθέστατα — χειροήθης accustomed to the hand adverbial superl χειροήθης accustomed to the hand neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροῆθες — χειροήθης accustomed to the hand masc/fem voc sg χειροήθης accustomed to the hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροήθεα — χειροήθης accustomed to the hand neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χειροήθης accustomed to the hand masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροήθεις — χειροήθης accustomed to the hand masc/fem acc pl χειροήθης accustomed to the hand masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροηθέσταται — χειροήθης accustomed to the hand fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”